Η αναγνώριση και αποτύπωση του εύρους της διαφθοράς στην Αστυνομία, όπως προέκυψε από εμπειρική έρευνα, μας οδήγησε στην ανάγκη λήψης συγκεκριμένων μέτρων – νομοθετικών, υλικοτεχνικών και μέτρων που σχετίζονται με το ανθρώπινο δυναμικό, υπογράμμισε, σήμερα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κ. Ιωνάς Νικολάου μιλώντας για τα νομοσχέδια για πρόληψη και καταστολή της διαφθοράς στην Αστυνομία, στο πλαίσιο της συζήτησης των σχετικών νομοσχεδίων στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών.

Σε δηλώσεις του μετά το πέρας της συνεδρίας της Επιτροπής, ανέφερε:

«Είναι γεγονός ότι διαχρονικά παρουσιάζονται φαινόμενα διαφθοράς στην Αστυνομία. Η αναγνώριση και αποτύπωση του εύρους της διαφθοράς μέσα από μια εμπειρική έρευνα μας οδήγησε στην ανάγκη λήψης συγκεκριμένων μέτρων. Τα μέτρα ουσιαστικά καθορίζονται σε τρεις βασικούς πυλώνες: τα νομοθετικά – για τα οποία έχουμε συντάξει τα συγκεκριμένα έξι νομοσχέδια, τα οποία θα ενισχυθούν με τα νομοσχέδια που αφορούν την άρση του απορρήτου της ιδιωτικής επικοινωνίας και την προστασία των προσώπων που δίδουν πληροφορίες για θέματα διαφθοράς. Αυτά τα δύο νομοσχέδια θα μπορούν να αξιοποιηθούν και στα πλαίσια της διερεύνησης γενικότερα των ζητημάτων διαφθοράς, αλλά και να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του φαινομένου. Επιπρόσθετα, λήφθηκαν μια σειρά από υλικοτεχνικά μέτρα, καθώς και μέτρα που σχετίζονται με το ανθρώπινο δυναμικό.

Πέρα από το εύρος του προβλήματος, γνωρίζουμε και τα είδη διαφθοράς που καταγράφηκαν από την εμπειρική έρευνα, που διεξήχθη μεταξύ των μελών του Σώματος, και με βάση τα αποτελέσματά της έχουν καθοριστεί τα μέτρα που έχουμε αποφασίσει.

Ένα ουσιαστικό μέτρο που περιλαμβάνεται στα νομοσχέδια είναι η συγκρότηση Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου – μιας υπηρεσίας που θα υπάγεται διοικητικά στον Αρχηγό Αστυνομίας, αλλά οι εξουσίες της για διερεύνηση ή αξιοποίηση οποιασδήποτε πληροφορίας, για διερεύνηση υπόθεσης ή καταγγελίας για θέματα διαφθοράς θα γίνεται υπό την εποπτεία του Γενικού Εισαγγελέα, ώστε να διασφαλίζεται η αυτονομία της υπηρεσίας. Για τα μέλη της υπηρεσίας αυτής, προνοούνται διάφορα μέτρα που θα τα προστατεύουν ώστε να μπορούν να ασκήσουν τις εξουσίες που τους παραχωρούνται από το νόμο, κατά τρόπο αντικειμενικό και χωρίς οποιαδήποτε επίβλεψη ή παρέμβαση από τους διοικητικά προϊσταμένους τους.

Στην υπηρεσία παραχωρούνται δραστικές εξουσίες, οι οποίες διασφαλίζονται από την αρχή της αναλογικότητας και σίγουρα οι εξουσίες αυτές εντάσσονται στα πλαίσια των αρχών που προστατεύονται από το Σύνταγμα, αλλά και από τις Συμβάσεις για προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται για εξουσίες που μπορούν να παραχωρήσουν τη δυνατότητα ουσιαστικής διερεύνησης των ζητημάτων που ανακύπτουν και σχετίζονται με μέλη της Αστυνομίας που εμπλέκονται σε θέματα διαφθοράς. Η υπηρεσία διαπνέεται από την αρχή ότι προστατεύεται η αυτονομία και αντικειμενικότητα των μελών, και από την άλλη, έχουν τέτοιες υποχρεώσεις που γίνονται αποδεκτές από τα μέλη γιατί στην υπηρεσία μετατίθενται μόνο μετά από δική τους θέληση».

Αναφερόμενος στο πακέτο μέτρων, ο κ. Νικολάου είπε ότι συμπληρώνεται από αλλαγές που γίνονται στον περί Αστυνομίας Νόμο, στους Γενικούς Κανονισμούς, στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς και στους Κανονισμούς των Προαγωγών και πρόσθεσε: «Μέσα από αυτά τα τέσσερα νομοσχέδια καθορίζονται ως αδικήματα, τα αδικήματα που σχετίζονται με τη διαφθορά, καθώς και οι εν δυνάμει πράξεις διαφθοράς, ορίζεται ως αδίκημα κάθε ενέργεια που στοχεύει στην αποτροπή κάποιου από το να καταγγείλει μια πράξη διαφθοράς, η παράλειψη του να καταγγείλει κάποιος τη διαφθορά, η ανοχή που μπορεί να επιδειχθεί, η συγκάλυψη μιας πληροφορίας ή καταγγελίας για διαφθορά, ώστε να είναι πλέον υποχρεωτική η ενημέρωση ή η καταγγελία στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου για πληροφορίες που σχετίζονται με θέματα διαφθοράς».
Περαιτέρω, ο κ. Υπουργός σημείωσε ότι λαμβάνονται μέτρα σε σχέση με τις πειθαρχικές διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται πλέον η αντικειμενικότητα και η ίση μεταχείριση όλων των μελών ενώπιον των πειθαρχικών οργάνων και στα πλαίσια των πειθαρχικών διαδικασιών, για να σταματήσουν φαινόμενα του παρελθόντος, όπου για το ίδιο αδίκημα θα μπορούσαμε να είχαμε εντελώς διαφορετικές πειθαρχικές ποινές. Για παράδειγμα, διευκρίνισε, στη μια περίπτωση θα μπορούσε να επιβαλλόταν μια πολύ ελαφριά ποινή και σε μια άλλη περίπτωση, μια πολύ αυστηρή ποινή. «Με αυτό τον τρόπο επιδιώκουμε την ίση μεταχείριση όλων των μελών», τόνισε.
Ο κ. Νικολάου αναφέρθηκε, στη συνέχεια, στο νομοσχέδιο που αφορά τους υπό κάλυψη αστυνομικούς, εξηγώντας ότι πρόκειται για μέλη του Σώματος που ορίζονται ως υπό κάλυψη για διερεύνηση συγκεκριμένων σοβαρών ποινικών υποθέσεων. «Στο νομοσχέδιο ορίζονται, επίσης, τα πλαίσια στα οποία μπορούν να ενεργήσουν», επεσήμανε.

Εκφράζοντας τις ευχαριστίες του προς όλα τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, είπε ότι επανέλαβαν σήμερα αυτό το οποίο συζητήθηκε και στα πλαίσια των χωριστών συναντήσεων που είχε με όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, δηλαδή τη θέληση για να δημιουργήσουμε το νομικό πλαίσιο που θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση του φαινομένου της διαφθοράς.

Κληθείς να αναφέρει πόσο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για το βαθμό της διαφθοράς, όπως φάνηκε από τη μελέτη που έγινε ανάμεσα στα μέλη της Αστυνομίας, ο κ. Νικολάου είπε: «Πρόκειται για το σώμα ασφαλείας του τόπου και τα μέλη της Αστυνομίας έχουν εξουσίες σημαντικές. Πρέπει να διακρίνονται σε ήθος, σε εμπιστοσύνη, αντικειμενικότητα και σε κριτήρια τα οποία αποτελούν σημαντικούς παράγοντες στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Γι' αυτό, έστω και λίγοι να είναι αυτοί οι οποίοι περιπλέκονται σε θέματα διαφθοράς να ξέρετε ότι προκαλούν τεράστια ζημιά, όχι τόσο στην εικόνα, αλλά στο έργο της Αστυνομίας. Γιατί αυτοί που σχετίζονται με τα φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής έχουν να κάνουν κυρίως με θέματα που σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα και με τα εγκληματικά στοιχεία.

Τέτοιοι άνθρωποι στο χώρο της Αστυνομίας, όσο λίγοι και αν είναι, δεν έχουν χώρο στο Αστυνομικό Σώμα. Γι' αυτό βασική πρόνοια που έχουμε θέσει στα νομοσχέδια είναι, εάν κάποιος καταδικαστεί για οποιοδήποτε αδίκημα διαφθοράς, η μόνη πειθαρχική ποινή που μπορεί να του επιβληθεί είναι η αναγκαστική αφυπηρέτηση ή η απόλυση, δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να υπάρχουν στην Αστυνομία. Συνεπώς, το τι καταγράφεται σε αυτή την εμπειρική έρευνα είναι ανησυχητικό, έστω και αν οι αριθμοί δεν είναι τόσο μεγάλοι που να προκαλούν από μόνοι τους ανησυχία. Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι καταγράφονται ζητήματα διαφθοράς που συνδέονται με το έγκλημα, έστω από κάποια μέλη. Ευτυχώς δεν είναι πολλοί αλλά το πρόβλημα δεν παύει να είναι σοβαρό».

Ερωτηθείς σε σχέση με το τι θα γίνεται με τους αστυνομικούς που δεν θα συμβάλλουν σε αυτή την προσπάθεια και ποιες θα είναι οι ποινές τους, ο κ. Υπουργός ανάφερε ότι το ποινικό αδίκημα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 5 έτη και με πρόστιμο μέχρι 50 χιλιάδες ευρώ. «Τα πέντε έτη σημαίνουν ότι πρόκειται για κακούργημα, γιατί μπορεί να μην εφαρμοζόταν η ίδια ποινή για οποιοδήποτε άλλο πολίτη, αλλά όταν μιλάμε για μέλη της Αστυνομίας έχουν αυξημένες υποχρεώσεις, όπως έχουν και αυξημένες εξουσίες έναντι της πολιτείας», εξήγησε, προσθέτοντας ότι δεν μπορούν, συνεπώς, να συμπεριφέρονται κατά τρόπο που να συγκαλύπτουν, να ανέχονται, να παραλείπουν να καταγγείλουν, να συνεργάζονται, να προσπαθούν να αποτρέψουν την καταγγελία ή την παραχώρηση οποιασδήποτε πληροφορίας που συνδέεται με θέματα διαφθοράς και σχετίζεται μέλος της Αστυνομίας. «Όταν διαπιστωθεί η πράξη διαφθοράς, και αρχίσει η διερεύνηση της υπόθεσης, τότε θα διαφανεί ποιοι γνώριζαν από την Αστυνομία για αυτές τις ενέργειες και δεν προέβηκαν σε καταγγελίες στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου και έτσι το αδίκημα αποδεικνύεται μέσα από τις έρευνες», κατέληξε.







Τελευταία Ενημέρωση στις: 21/04/2020 11:43:06 AM

Πίσω στην προηγούμενη σελίδα