Ιερά Μονή Μαχαιρά

Με αισθήματα συγκίνησης και εθνικής υπερηφάνειας, μνημονεύουμε σήμερα έναν από τους σπουδαιότερους γιους που ανέδειξε ποτέ η πατρίδα μας. Τον Υπαρχηγό της ΕΟΚΑ και προαχθέντα μετά θάνατον από την Βουλή των Ελλήνων σε Αντιστράτηγο, Γρηγόρη Πιερή Αυξεντίου.

Πριν από οτιδήποτε άλλο, επιτρέψετε μου να ευχαριστήσω την Παγκύπρια Ομοσπονδία Εφέδρων Αξιωματικών για τη τιμητική τους πρόσκληση. Εκ μέρους της Κυβέρνησης αλλά και προσωπικά, επιθυμώ ταυτόχρονα να σας συγχαρώ, καθότι μαζί με τους Συνδέσμους Αγωνιστών ΕΟΚΑ ‘55-59, το Συμβούλιο Ιστορικής Μνήμης, την ΣΕΚ, το Δήμο Λύσης και την οικογένεια του ήρωα, συντηρείτε άσβεστη τη μνήμη του Σταυραετού της Κύπρου. Και στις ιστορικές ώρες που διάγει σήμερα ο τόπος μας, πατριωτικές δράσεις όπως τις δικές σας, καθίστανται ίσως, σημαντικότερες από ποτέ.

Ελληνίδες και Έλληνες,

Το σαββατόβραδο της 27ης Μαρτίου του 1948, με το πέρας της παράστασης «Η 9η Ιουλίου 1821, εν Κύπρω», το κοινό στο θέατρο ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ξεσπά κατασυγκινημένο σε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα. Όλοι ρωτούν για τον μαθητή του Γυμνασίου Αμμοχώστου, που ενσαρκώνει το ρόλο του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Όλοι ρωτούν για την ταυτότητα αυτού του παιδιού, που με την παλλόμενη φωνή, απαντούσε στη πρόταση να διαφύγει και να σώσει τον εαυτό του, ως αν, να επρόκειτο για τον ίδιο:

«Εγιώνη θέλω Κκιόρογλου να μείνω τζι ας πεθάνω» «παρά το γαίμαν τους πολλούς, εν κάλλιον του ‘πισκόπου».

Με θεατή πλέον την ιστορία, με σκηνικό ένα κρησφύγετο λίγα μέτρα από τον ιερό τούτο χώρο, ο ίδιος πρωταγωνιστής, ένα ανοιξιάτικο πρωινό του ‘57, επαναλαμβάνει με πλήρη επίγνωση την ίδια ηρωική απάντηση. Ένα «όχι» που δεν το επαναλαμβάνει η ηχώ. Εκείνο το «όχι» που ήταν «πολύ βαρύ για να το μεταφέρει η ηχώ» όπως το απέδωσε ο Κώστας Μόντης.

Συγκεντρωθήκαμε σήμερα σε αυτόν τον θρησκευτικά, αλλά και εθνικά, καθαγιασμένο χώρο, για να θυμηθούμε και να τιμήσουμε τον πρώτο των πρώτων. Και σε αυτή μας την επιδίωξη, οφείλουμε να αναρωτηθούμε: Πώς κυοφορήθηκε εκείνο το όχι; Ποιες Μοίρες έκλωσαν το πεπρωμένο και ποια νάματα μετέβαλαν εκείνο το απλοϊκό αγροτόπαιδο, σε ένα πανανθρώπινο σύμβολο αρετής και ανδρείας;

Γυρίζουμε σήμερα πίσω το χρόνο, ανασκοπώντας τη ζωή του μεγάλου μας ήρωα. Τον συναντούμε μαθητή δημοτικού, να κρατά προστατευτικά την μικρότερη αδερφή του Χρυστάλλα από χέρι. Στα δρομάκια της Λύσης, να βάζει τα γειτονόπουλα στη σειρά και να τους δίνει στρατιωτικά παραγγέλματα. Να συμμετέχει με ενθουσιασμό στον έρανο για ενίσχυση της Ελλάδας με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου. Τον παρακολουθούμε στα χρόνια της ξεγνοιασιάς, να εκδηλώνει σε κάθε ευκαιρία το πάθος του για το ποδόσφαιρο και να τραγουδά τα βράδια, στις βόλτες με τους φίλους του. Δάμων και Φιντίας με τον Αντώνη Παπαδόπουλο, τον παρακολουθούμε να υπερπηδά τα κιγκλιδώματα στο παλαιό Γ.Σ.Π., σπεύδοντας να σταθεί ασπίδα στο φίλο του, γλυτώνοντας τον από τις συμπλοκές. Να παρεμβαίνει με θάρρος στο δικαστήριο και να υπερασπίζεται τον Κυριάκο Κουσουλή, όταν ο τελευταίος κατηγορείται για προσβολή της βασιλικής οικογένειας. Να μπαινοβγαίνει στο Σωματείο της ΛΑΛΛ, απέναντι από το πατρικό του, και να περνά ώρες ατέλειωτες στη βιβλιοθήκη, συνεπαρμένος πότε από την ποίηση του Σικελιανού και πότε από τη δράση των αγωνιστών του ΄21.

Τον παρακολουθούμε συμπονετικό και αλληλέγγυο, να συναντά στο δρόμο, εκείνον τον τυφλό γέροντα με το βιολί. Να τον φιλοξενεί, να του ετοιμάζει φαγητό και να τον οδηγεί υπομονετικά πίσω στο κατάλυμά του. Αυτός ήταν ο «Γληόρης του Αμερικάνου». Φλογισμένος, περιπετειώδης, αλλά ταυτόχρονα αληθινός και ευαίσθητος.
Καθώς ωριμάζει, αρχίζει να συνειδητοποιεί το βάρος της άτιμης δουλείας. Επαναλαμβάνει όλο και πιο τακτικά στους φίλους του, πως «κάτι πρέπει να γίνει τους Εγγλέζους». Με το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών, μεταβαίνει στην Ελλάδα από την οποία θα γράψει στην μάνα του Αντωνού: «Μην λυπάσαι μάνα που έφυγα από την αγκαλιά σου (…) βρίσκομαι τώρα στην αγκαλιά της Ελλάδας, της πιο στοργικής μάνας όλου του κόσμου, (…)».

Από τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών θα αποφοιτήσει με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού και θα υπηρετήσει στη συνέχεια στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Οι εξελίξεις στην Κύπρο, δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Στον απόηχο του Ενωτικού Δημοψηφίσματος της 15ης Ιανουαρίου του ’50, θα γράψει: «Την Λευτεριά μας, το ιδανικό των ιδανικών μας, την υπόγραψα και εγώ, όχι μόνο σε χαρτί, μα φορώντας τη τιμημένη στολή του Έλληνα φαντάρου και θα την υπογράψω οποιαδήποτε στιγμή το ζητήσει η Κύπρος μας και με το αίμα μου, (…)».

Επιστρέφοντας στη γενέτειρα του, κρεμάει τη στρατιωτική στολή και ρίχνεται στη βιοπάλη. Πότε στα χωράφια της οικογένειας, πότε οδηγώντας λεωφορείο που μεταφέρει εργάτες στη Δεκέλεια. Με την κορύφωση των προπαρασκευών, ο Ανδρέας Αζίνας τον μυεί στο μεγάλο μυστικό, ενώ ο εξάδελφος του Γρηγόρης Γρηγοράς, αναφέρει στον Αρχηγό τις δυνατότητες αξιοποίησης του ήρωα, χαρακτηρίζοντας τον ως «σύκο ψημένο». Στη συνάντηση που διευθετείται σε εκείνο το παλαιό αυτοκίνητο «Φόρντ Ζέφιρ», ο Γρηγόρης δίνει στον Γρίβα το λόγο της στρατιωτικής του τιμής και αναλαμβάνει το τομέα Αμμοχώστου. Ο πόθος του, λαμβάνει πλέον υπόσταση και αποδύεται άμεσα σε ένα τιτάνιο αγώνα. Στρατολογεί και εκπαιδεύει αγωνιστές, κατοπτεύει τον εχθρό και συλλέγει πληροφορίες, κατασκευάζει εκρηκτικά από τις νάρκες, που εντοπίζουν ψαράδες σε βυθισμένα ναυάγια.

Ο κύβος ερρίφθει.

Λίγη ώρα μετά τα μεσάνυκτα της 1ης Απριλίου του ’55, ο κόσμος του ονείρου και του παραμυθιού ζωντανεύει. Οι εκρήξεις που φωτίζουν τον κυπριακό ουρανό, σηματοδοτούν το τέλος των ειρηνικών και άκαρπων διαβημάτων. Σηματοδοτούν την ακατανίκητη θέληση της γενιάς της ΕΟΚΑ, να ζήσει λεύτερη ή να πεθάνει. Ο Αυξεντίου, αφού οργανώνει τις υπόλοιπες ομάδες, επιχειρεί με τους συμπολεμιστές του στις πετραιλεοδεξαμενές της Δεκέλειας. Ήδη επικηρυγμένος, το αντάρτικο αποτελεί γι’αυτόν μονόδρομο και ο Πενταδάκτυλος ετοιμάζεται να φιλοξενήσει τον φλογερό έφεδρο ανθυπολοχαγό. Παράλληλα, τον Ιούνη του ’55, ο Παπάσταυρος Παπαγαθαγγέλου, τελεί υπό άκρα μυστικότητα το μυστήριο του γάμου του Γρηγόρη με την αγαπημένη του Βασιλού. Θέλει με αυτόν το τρόπο να την προστατεύσει, να τη σέβονται, όπως τονίζει, σε περίπτωση που συμβεί κάτι στον ίδιο.

Πίσω στις βουνοκορφές της Καλογραίας και της Ακανθούς, εκπαιδεύει τις ομάδες της ΕΟΚΑ στη τέχνη του ανταρτοπόλεμου. Φλογίζει τις συνειδήσεις, ανθρώπων που μέχρι χθες κρατούσαν το τιμόνι, το μυστρί και τη τσάπα και τους μετατρέπει, ταχύρρυθμα, σε ατρόμητους πολεμιστές της ελευθερίας. Στη δράση της ομάδας του, συγκαταλέγεται η επίθεση στο στρατώνα της Αγύρτας, καθώς και η κατάληψη του Αστυνομικού Σταθμού Λευκονοίκου υπό το φως, μάλιστα, της ημέρας. Επίθεση η οποία αποτελεί «το καλωσόρισμα» του Αυξεντίου στον άρτι αφιχθέντα Χάρντινγκ και απάντηση ταυτόχρονα στις καυχησιολογίες του, ότι σύντομα θα διέλυε την Οργάνωση.

Τον Οκτώβρη του ΄55 το κρησφύγετο στο Μαύρο Όρος, προδίδεται. Για δεκαπέντε μέρες ο Ζήδρος με την εξαμελή του ομάδα, καταδιώκονται στα κακοτράχαλα βουνά του Πενταδακτύλου από ελικόπτερα, ανιχνευτικούς σκύλους και εκατοντάδες βρετανούς. Η σύλληψη τους, εκκρεμεί. Κατόπιν εντολής του Διγενή, μετακινείται στην περιοχή Πιτσιλιάς – Αμιάντου –Τροόδους. Με την άφιξη του λαμβάνει το ψευδώνυμο Ρήγας και δίνει άμεσα το στίγμα της δράσης του, κτυπώντας τον σταθμό ηλεκτρισμού στον Καρβουνά. Με τη δράση της ΕΟΚΑ να εντείνεται και να επεκτείνεται, οι Βρετανοί επιβάλλουν νέα, σκληρότερα μέτρα. Κάθε τους όμως, απόπειρα να καταπατηθεί βάναυσα η ελληνική ύπαρξη, αποδίδει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα. Ο απελευθερωτικός πόθος γιγαντώνεται. Ο πολεμικός παιάνας συνεγείρει ακόμα και τους αρχικά αδιάφορους.

Στις 11 Δεκεμβρίου του ’55 σημειώνεται στο ημερολόγιο του Αγώνα, η μάχη που θα προσδώσει στον ήρωα ημιθεϊκές διαστάσεις. Η μάχη, που τον καθιστά τραγούδι και μύθο για το λαό μας. Εκατοντάδες βρετανοί στρατιώτες θέτουν μετά από πληροφορία, σε κλοιό τα λημέρια της ΕΟΚΑ στα Σπήλια, στα οποία βρίσκεται μεταξύ άλλων και ο ίδιος ο Διγενής. Με όπλα του το θάρρος και το πολεμικό του δαιμόνιο, με σύμμαχο του την ομίχλη, ο Αυξεντίου παρεισφρύει στη χαράδρα ανάμεσα στις δύο εχθρικές ομάδες. Πυροβολώντας πότε δεξιά και πότε αριστερά, τις αναγκάζει να απαντήσουν τα πυρά και να αλληλοεξουδετερωθούν.

Ο Γρίβας διαφεύγει με τους άντρες του στην Κακοπετριά και οι αποικιοκράτες αναγκάζονται να ομολογήσουν στις εκθέσεις τους, πως: «χάσαμε την ευκαιρία μιας ολοκληρωτικής νίκης, που θα σήμανε το τέλος της τρομοκρατίας». Την ίδια ώρα, ο προβληματισμός του ήρωα για τις διαστάσεις της προδοσίας, μεγεθύνεται. «Είναι της τύχης μου φαίνεται, όπου πάω να με κυνηγά η προδοσία(…)τρέχω διαρκώς κυνηγημένος από την προδοσία», θα γράψει στον φίλο του Σωτήρη Έλληνα. Τα περιθώρια στενεύουν και ο ίδιος το αντιλαμβάνεται πολύ καλά. Στον πεθερό του Χρίστου Τσιάρτα, ο οποίος τον φιλοξενεί στον Πολύστυπό, θα αναφέρει προφητικά: «Εγώ Στέφανε μου δεν πρόκειται να επιζήσω. Ο Αγώνας αυτός θα συνεχιστεί πολύ καιρό, μέχρι τέλους. Εάν μας ανακαλύψουν δεν υπάρχει περίπτωση να παραδοθώ». Σειρά θα πάρουν τα λημέρια της Παπούτσας. Με το ψευδώνυμο ΑΡΗΣ, κινείται από χωριό σε χωριό μεταφέροντας τη φλόγα της λευτεριάς. Ξεσηκώνει τον κόσμο στο Παλαιχώρι και στην υπόλοιπη Πιτσιλιά, στα Κρασοχώρια της Λεμεσού, στον Αναλυόντα και στους Καπέδες. Τους μεταδίδει την ορμή του αγώνα, τους εμβαπτίζει στο όραμα της Ένωσης. Πλέον ΕΟΚΑ, είναι ολόκληρος ο λαός.

Με αυτούς τους απειροπόλεμους, πλην ενθουσιώδεις νέους, θα ηγηθεί της επιτυχημένης ενέδρας, στο δρόμο Χανδριών – Αγρού. Τον ανακαλούμε στη μνήμη μας ακάλυπτο, να διευθύνει την επίθεση, φωνάζοντας πυρ στους αντάρτες του, με το πιστόλι ανά χείρας. Όμως, μαζί με τις επιτυχίες, πληθαίνουν ταυτόχρονα και οι απώλειες. Βαθύτατα συνδεδεμένος με τους στρατιώτες του, κάθε θυσία τον συγκλονίζει και τον πεισμώνει ακόμα περισσότερο. Στη χήρα του Χρίστου Τσιάρτα υπόσχεται «θα εκδικηθούμε το χαμό του Χρίστου, χίλιοι νέοι Χρίστοι θα συνεχίσουν τον αγώνα του».

Τελευταίος σταθμός της απαστράπτουσας του διαδρομής, ο Μαχαιράς. Στο όρος και στη Μονή της Παναγίας που τόσο ευλαβήθηκε, αφού, υπήρξε το αόρατο χέρι που τον εξαφάνιζε τη τελευταία στιγμή από τους διώκτες του, στήνει λοιπόν το λημέρι του λίγο πιο πάνω, στο Σταθμό του Δασονομείου. Μυεί και συνεργάζεται με τον Ηγούμενο Ειρηναίο, πηγαινοερχόμενος στο Μοναστήρι.

Τον ανακαλούμε σήμερα στη μνήμη μας με το ράσο, προσποιούμενο τον ιερομόναχο και ενίοτε τον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Με το περίστροφο έμφορτο, να κερνά γλυκό και κουμανταρία τους βρετανούς, οι οποίοι τον ερωτούν αν έτυχε να δει τον περιβόητο, Αυξεντίου. Μετά τη μάχη στη Ζωοπηγή παραμονές του ’57, στην οποία θα ξεψυχήσει στα χέρια του ο Μάκης Γιωργάλλας, ο ήρωας προαισθάνεται το αναπόδραστο. Γνωρίζει ότι οι πληροφορίες των αποικιοκρατών για τα ίχνη του, γίνονται περισσότερο συγκεκριμένες. Οι συναγωνιστές του τον πιέζουν να κατευθυνθεί προς τα ημιορεινά, ακόμα και στη Λευκωσία, για να γλυτώσει. Η ώρα της αναμέτρησης, όχι με τον εχθρό αλλά με την ιστορία, πλησιάζει. Ανδρέας Στυλιανού, Αυγουστής Ευσταθίου, Αντώνης Παπαδόπουλος και Φειδίας Συμεωνίδης θα πορευτούν μαζί του τις τελευταίες του ώρες. Ξημερώνει η 3η Μαρτίου του 57. Το κρησφύγετο έχει περικυκλωθεί. Διατάσσει τους συναγωνιστές του να εξέλθουν: «Εγώ θα πολεμήσω και θα πεθάνω. Πρέπει να πεθάνω» τους επαναλαμβάνει τρεις φορές. Για δέκα ώρες μάχεται με τον αναρίθμητο αντίπαλο. Αυτόν τον απροσμάχητο δήθεν αντίπαλο, του οποίου έγινε σε κάθε του βήμα, φόβος και τρόμος. Δέκα ιστορικές ώρες. Τους ντροπιάζει ξανά, όπως και στο Λευκόνοικο, στα Σπήλια και στα Αγρίδια. Ποιος να τολμήσει να σε πλησιάσει Γρηγόρη; Στις προτροπές τους να παραδοθείς, ήξερες μόνο μία απάντηση: «Μολών Λαβέ».

Θερμοπύλες, Κωνσταντινούπολη, Μαχαιράς...Ποιος τους είπε ότι οι Έλληνες παραδίνονται; Ποιος τους είπε, ότι το υλικό που σε συνέθετε, θα σου επέτρεπε ποτέ να χαμηλώσεις το κεφάλι και να σηκώσεις τα χέρια ψηλά; Μας το είχες επαναλάβει αμέτρητες φορές. Δεν θα σε έπιαναν ΠΟΤΕ ζωντανό. Ό,τι δίδαξες, το έκανες πράξη. Και η πιο μεγάλη πράξη της δικής σου ζωής, ήταν κατά τον ποιητή, η απόφαση του θανάτου σου. «Όταν υπάρχει κάποια διέξοδος, όταν μπορείς και να τον αποφύγεις και εσύ τον διαλέγεις, σαν τιμή και σαν χρέος για τους άλλους.» ΓΙΑ ΕΜΑΣ, Γρηγόρη Αυξεντίου.

Ελληνίδες και Έλληνες,

Σε αντιδιαστολή με τις περιπτώσεις άλλων λαών, ο αντιαποικιακός τετραετής του ‘55-59, ΔΕΝ υπήρξε ο τελευταίος αγώνας της πατρίδας μας. Και γι’ αυτό, οφείλουμε με αυτοσυνειδησία να απολογηθούμε στους ήρωες μας. Σου ζητούμε συγγνώμη Γρηγόρη. Γιατί αφήσαμε τα εμφιλοχωρούντα ζιζάνια της διχόνοιας να αναφυούν ανάμεσα μας. Γιατί αγνοήσαμε τις μέλισσες που δέκα χρόνια, μας έστελνε ο Ονήσιλλος. Που ανοίξαμε την κερκόπορτα, επιτρέποντας στη μιαρή μπότα του εισβολέα, να καταστρέψει την προτομή σου στη Λύση. Εξήντα χρόνια μετά τη θυσία σου, σου ζητούμε συγγνώμη. Γιατί αντί να διδάσκουμε στα παιδιά μας το διαχρονικό μήνυμα του αγώνα σας, τα αφήσαμε να κλυδωνίζονται ανάμεσα στις τηλεοπτικές απαξίες και στην ευτέλεια εισαγόμενων ιδανικών μίας χρήσης. Συγγνώμη, γιατί σταθήκαμε ανάξιοι.

Ελληνίδες και Έλληνες,

Έφτασε η ώρα να φρονηματιστούμε από τα ασύγγνωστα λάθη του παρελθόντος και να επανακαθορίσουμε τους εθνικούς μας οραματισμούς. Πρώτιστη επιδίωξη της Κυβέρνησης Αναστασίαδη, την οποία εκπροσωπώ, αποτελεί η επικέντρωση των προσπαθειών μας, στα πλαίσια του διαλόγου για επίλυση του κορυφαίου πολιτικού μας προβλήματος. Οι διαφωνίες, τα προσκόμματα και ο πιθανός μαξιμαλισμός από την τουρκική πλευρά, ειδικά ενόψει της συνταγματικής τους αναθεώρησης, αποτελούν παραμέτρους που κατά το μάλλον ή ήττον, είναι αναμενόμενες. Αυτό που δεν είναι, ούτε αναμενόμενο αλλά ούτε και πατριωτικά συνετό, είναι τα πολιτικά πυροτεχνήματα στο εσωτερικό μας μέτωπο, με σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων. Εντυπώσεις, επωφελείς μεν για πολιτικούς και μικροπολιτικές, επιβλαβείς δε για την πλευρά μας στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων.

Έφτασε η ώρα, να πορευτούμε επιτέλους με ομοψυχία και με πατριωτική υπευθυνότητα. Όποιες και να είναι οι διαφορές μας, να περάσουμε από τα λόγια στις πράξεις. Αυτό είναι το μήνυμα και αυτή η παρακαταθήκη που μας καταλείπει με το ολοκαύτωμα του ο τιμώμενός σήμερα ήρωας. Όποια και να είναι τα κομματικά μας χρώματα, μας ενώνει κάτι ιερότερο. Μας ενώνει ο κοινός μας αγώνας.

Να καταφέρουμε, το συντομότερο και υπό τον ελάχιστο δυνατόν συμβιβασμό, να δούμε την πατρίδα μας απαλλαγμένη από τα κατοχικά στρατεύματα. Να δούμε την πατρίδα μας επανενωμένη, ευημερούσα και κάθε νόμιμο κάτοικο της, να απολαμβάνει ως ευρωπαίος πλέον πολίτης, τα δικαιώματα που του αναλογούν. Δικαιώματα που για σαραντατρία σχεδόν χρόνια ακυρώνονται εξαιτίας της αναχρονιστικής και απάνθρωπης κατοχής, που συντηρεί στο νησί μας η Άγκυρα.

Αυτή είναι η ιστορική μας ευθύνη, έναντι στις επερχόμενες γενεές των Ελλήνων της Κύπρου. Και σε αυτόν μας τον αγώνα, ας πάρουμε κατά τον ποιητή «μια σταγόνα από το αίμα του Γρηγόρη και να μπολιάσουμε το δικό μας». Ας πάρουμε την τελευταία του εκπνοή, «να ‘χουμε οξυγόνο να αναπνέουμε χιλιάδες χρόνια».
Αιωνία θα είναι η μνήμη σου, αθάνατε Έλληνα, Γρηγόρη Πιερή Αυξεντίου.









Τελευταία Ενημέρωση στις: 20/10/2020 03:21:04 PM

Πίσω στην προηγούμενη σελίδα