Είναι με ιδιαίτερη ικανοποίηση που βρίσκομαι, σήμερα, στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων της μελέτης και των εισηγήσεων που προέκυψαν από την πανεπιστημιακή έρευνα για τις ποινές που επιβάλλονται σε τροχαία αδικήματα, από το Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η δημοσιοποίηση των συμπερασμάτων της συγκριτικής αυτής μελέτης είμαι βέβαιος ότι θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον κάθε μελετητή και θα συζητηθούν στα πλαίσια του δημόσιου διαλόγου που εγκαινιάζουμε σήμερα με το ερώτημα, «αν οι ποινές είναι επαρκώς αποτρεπτικές για τα τροχαία αδικήματα».

Θα ήθελα, καταρχάς, να ευχαριστήσω τον επικεφαλής της έρευνας, τον καθηγητή και Πρόεδρο του Τμήματος Νομικής, Δρα Ανδρέα Καπαρδή, και τον Σύνδεσμο Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου, την Κοινοπραξία Ασφαλιστών και το Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκίνητων Οχημάτων για την χρηματοδότηση της μελέτης, αλλά και για τη συνεχή στήριξη στις προσπάθειες μας για αναζήτηση νέων εργαλείων πρόληψης των οδικών συγκρούσεων.

Η εισήγηση για διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας, εντάσσεται στα πλαίσια της στρατηγικής του Υπουργείου για εξεύρεση αποτελεσματικότερων τρόπων μείωσης των τροχαίων συγκρούσεων, καθώς πρόκειται για ένα ζήτημα με σοβαρές κοινωνικές προεκτάσεις, το οποίο είναι φανερό ότι χρειάζεται νέα πολιτική προσέγγιση, με πιο στοχευμένα και πιο δυναμικά μέτρα για να αντιμετωπιστεί.

Είναι πραγματικά θλιβερό το γεγονός ότι παρά τις προσπάθειες για περιορισμό των τροχαίων συγκρούσεων και κυρίως των σοβαρών και θανατηφόρων, οι αριθμοί παραμένουν σε ψηλά επίπεδα και οι κυριότερες αιτίες πρόκλησης τους παραμένουν οι ίδιες, ως τα διάφορα μηνύματα και οι δράσεις να απευθύνονται «εις ώτα μη ακουόντων». Γι’ αυτό, η ανάγκη να προχωρήσουμε στον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας και στην αναθεώρηση των ποινών, κρίνεται ως επιβεβλημένη, ώστε να ενισχυθεί ο αποτρεπτικός και κατασταλτικός τους ρόλος.

Δύο είναι τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την αποτροπή της ποινής, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία για τις ποινές: (α) η αυστηρότητα της ποινής που επιβάλλεται και όχι μόνο αυτή που προβλέπεται και (β) η αντίληψη που έχει κάποιος για την πιθανότητα να εντοπιστεί η παρανομία του και το ύψος της ποινής που θα του επιβληθεί.

Όπως, διαφαίνεται και από τη μελέτη που θα παρουσιαστεί σε λίγο, στην χώρα μας, οι ποινές που επιβάλλονται αλλά και αυτές που προβλέπονται στους σχετικούς νόμους, δεν είναι επαρκείς ώστε να συμμορφώνουν τους παρανομούντες οδηγούς. Ενδεικτικά, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι ποινές που επιβάλλονται για αδικήματα που αποτελούν τις κυριότερες ή συχνότερες αιτίες πρόκλησης των θανατηφόρων ή σοβαρών δυστυχημάτων είναι τόσο χαμηλές, που είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι χαϊδεύουν τους αδιόρθωτους παραβάτες. Επισημαίνεται ότι για 13 κατηγορίες τροχαίων αδικημάτων έχουμε αισθητά χαμηλότερες ποινές σε σύγκριση με την Ελλάδα και την Αγγλία. Για παράδειγμα, οι ποινές που επιβάλλονται σε αδικήματα που σχετίζονται με την υπέρβαση του ορίου ταχύτητας είναι οι χαμηλότερες από τις 18 χώρες της ΕΕ που γίνεται σύγκριση στη μελέτη.

Συνεπώς, τα συμπεράσματα της μελέτης θα πρέπει να απασχολήσουν τα αρμόδια Υπουργεία, την νομοθετική εξουσία και τους βουλευτές, την δικαστική εξουσία και τους δικαστές που δικάζουν αυτού του είδους τις υποθέσεις, καθώς και την ίδια την κοινωνία και ειδικότερα τους οδηγούς. Πρόθεση μας είναι, ο διάλογος που εγκαινιάζουμε σήμερα να περιλάβει όλους εκείνους που η συνδρομή και η άποψη τους θα είναι σημαντική στην αξιολόγηση της αποτρεπτικότητας των επιβαλλομένων ποινών. Στα ίδια πλαίσια θα πρέπει να εξεταστεί και η εφαρμογή του υφιστάμενου νομικού πλαισίου, αν δηλαδή γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτρέπει ή αποθαρρύνει στο μέγιστο τους οδηγούς, αυξάνοντας την αντίληψη τους ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εντοπιστούν και να τιμωρηθούν αυστηρα είτε εξωδίκως είτε από το δικαστήριο.

Ως Υπουργείο, δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στη βελτίωση του επιπέδου οδικής ασφάλειας, γι’ αυτό έχουμε αποφασίσει να εφαρμόσουμε μια πολυδιάστατη στρατηγική, στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται και η παρούσα μελέτη. Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι η μελέτη, εκτός από την ανάγκη να επιβάλλονται αυστηρότερες ποινές, έχει αναδείξει την απαίτηση για:
  • να αναβαθμιστεί το επίπεδο της ανάλυσης στατιστικών στοιχείων από την Αστυνομία ώστε με την εξέταση περισσοτέρων μεταβλητών να είναι δυνατή η παρακολούθηση τους
  • να επεκταθεί η δυνατότητα άμεσης εφαρμογής των προτεινομένων ποινών τόσο από την Αστυνομία όσο και από τα Δικαστήρια,
  • να μελετηθεί η αύξηση της μέγιστης και ελάχιστης επιτρεπτής ταχύτητας σε αυτοκινητόδρομους,
  • να αυξηθεί περαιτέρω η αστυνόμευση του οδικού δικτύου κατά πιο συστηματικό τρόπο με αστυνομικούς ή αστυνομικά οχήματα εν κινήσει ή με κάμερες φωτοεπισήμανσης, ώστε να αυξηθεί η αντίληψη των οδηγών ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εντοπιστούν,
  • να προωθηθεί η υποχρεωτική παρακολούθηση εξειδικευμένων εκπαιδευτικών σεμιναρίων και η ευαισθητοποίηση για τις συνέπειες σοβαρών οδικών συγκρούσεων,
  • να αξιοποιηθεί η δυνατότητα επιβολής εναλλακτικής ποινής με όρους κοινωνικής εργασίας σε χώρους αποκατάστασης αναπήρων από οδικά δυστυχήματα
  • να επεκταθούν τα αδικήματα που συνεπάγονται στέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού,
  • να μελετηθεί η εφαρμογή του μέτρου της κατακράτησης του οχήματος, κυρίως σε αδικήματα που σχετίζονται με την παράνομη στάθμευση.

Το Υπουργείο στα πλαίσια της νέας στρατηγικής προωθεί ήδη,
  • τη δημιουργία Σχολής Επιμόρφωσης Παραβατών Οδηγών, στην οποία θα μπορούν να παραπέμπονται από το Δικαστήριο ή την Αστυνομία άτομα που χρήζουν επανεκπαίδευσης, στα πλαίσια εκτέλεσης της ποινής τους ή ακόμη και υπό τη μορφή εναλλακτικής ποινής,
  • την εφαρμογή νέας επικοινωνιακής στρατηγικής σε θέματα οδικής ασφάλειας με στόχο την διαφώτιση, ενημέρωση, εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση του κοινού και κυρίως των νέων οδηγών,
  • τη σύσταση Επιστημονικού Κέντρου Οδικής Ασφάλειας το οποίο με την συμμετοχή επιστημόνων του τομέα μεταξύ άλλων θα αξιολογεί και παρακολουθεί τις μεταβλητές με βάση στατιστικά στοιχεία που θα τηρεί η Αστυνομία,
  • την αύξηση της αστυνόμευσης με τη χρήση οχημάτων εν κινήσει και την εγκατάσταση του συστήματος φωτοεπισήμανσης.

Είναι φανερό ότι, οι τροχαίες παραβάσεις δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς με τα υφιστάμενα μέτρα που λαμβάνονται. Χρειάζονται περισσότερα εργαλεία για να συμμορφώσουμε τους ασυνείδητους οδηγούς και να επιφέρουμε την αλλαγή που επιθυμούμε. Γι αυτό, πέραν των μέτρων που προωθούμε, πρόθεση μας είναι να θέσουμε σε δημόσιο διάλογο τα συμπεράσματα της μελέτης και με την συνεργασία όλων των άλλων φορέων και θεσμικών οργάνων να αξιοποιήσουμε ακόμη περισσότερο τις προτεινόμενες εισηγήσεις.









Τελευταία Ενημέρωση στις: 21/04/2020 11:43:05 AM

Πίσω στην προηγούμενη σελίδα