Εάν η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου στην Αστυνομία δεν λειτουργήσει με σημαντικές εξουσίες, είναι βέβαιο ότι κάποιοι θα συνεχίσουν να επιδεικνύουν την ίδια ακριβώς συμπεριφορά, αφού θα γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει ούτε η εξουσία, ούτε το νομοθετικό πλαίσιο, ούτε η υπηρεσία που θα επιτρέπει τη δυνατότητα αποτελεσματικής διερεύνησης, υπογράμμισε, σήμερα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κ. Ιωνάς Νικολάου μιλώντας για το νομοσχέδιο για σύσταση και λειτουργία της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου στην Αστυνομία, στο πλαίσιο της κατ’ άρθρο συζήτησης του σχετικού νομοσχεδίου στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών.

Σε δηλώσεις του μετά το πέρας της συνεδρίας της Επιτροπής, ανέφερε:

«Εξήγησα στα μέλη της Επιτροπής τη φιλοσοφία της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου, ποια θα είναι η αποστολή της και ποιες οι εξουσίες και αρμοδιότητές της. Πρόκειται για μια αυτόνομη υπηρεσία που θα λειτουργεί μέσα στην Αστυνομία, και της οποίας θα προΐσταται διοικητικά ο Αρχηγός της Αστυνομίας, αλλά όλα τα θέματα που αφορούν τη συγκέντρωση και αξιολόγηση πληροφοριών, την αξιοποίηση και διερεύνησή τους, αλλά και τη διερεύνηση των επώνυμων ή ανώνυμων καταγγελιών, θα τα εποπτεύει ο Γενικός Εισαγγελέας. Η αναφορά στον ορισμό «αυτόνομη υπηρεσία» έχει να κάμει τη φιλοσοφία, ότι δημιουργείται μια υπηρεσία που δεν θα επιτρέπει την οποιαδήποτε παρέμβαση στις εργασίες της από την ηγεσία της Αστυνομίας, και οι έρευνές της γίνονται μόνο υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Γενικού Εισαγγελέα. Τα πρόσωπα που θα υπηρετούν σε αυτή θα κατοχυρώνονται, ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν αυτονομίας σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους και κυρίως στη διερεύνηση των υποθέσεων διαφθοράς. Για παράδειγμα, στο νόμο ορίζεται ότι μόνο για συγκεκριμένους λόγους μπορεί να μετατεθεί ένα μέλος το οποίο τοποθετήθηκε σε αυτή την υπηρεσία.

Είναι ένας νόμος που στοχεύει στο να δώσει τη δυνατότητα στα μέλη της Αστυνομίας να μπορούν να διερευνήσουν κατά τρόπο αντικειμενικό, υπεύθυνο και χωρίς παρεμβάσεις πληροφορίες και υποθέσεις που σχετίζονται με αδικήματα διαφθοράς, όπου εμπλέκονται μέλη της Αστυνομίας.
Τόνισα, για ακόμα μια φορά στη συζήτηση, ότι η εν λόγω Υπηρεσία αφορά μόνο τη διερεύνηση πληροφοριών ή καταγγελιών για αδικήματα διαφθοράς, όπου εμπλέκονται αστυνομικοί. Δεν θα ασχολείται με τη διερεύνηση οποιωνδήποτε άλλων πληροφοριών που σχετίζονται με θέματα διαφθοράς, όπου εμπλέκονται άλλοι πολίτες ή άλλες αρχές του κράτους».

Σε ερώτηση κατά πόσον θα αποτελείται από μέλη του Σώματος ή από λειτουργούς της Δημόσιας Υπηρεσίας, ο κ. Νικολάου απάντησε ότι θα συγκροτείται από μέλη της Αστυνομίας που κατέχουν συγκεκριμένα προσόντα. «Πέρα από τον χαρακτήρα, την αντικειμενικότητα και το γεγονός ότι δεν θα πρέπει να έχουν εναντίον τους οποιεσδήποτε πειθαρχικές υποθέσεις ή ότι δεν υπάρχουν υποψίες ή πληροφορίες ότι εμπλέκονται σε θέματα διαφθοράς, θα πρέπει να έχουν ευρεία πείρα στα θέματα ανακρίσεων, διερεύνησης υποθέσεων, κλπ.», εξήγησε. Με αυτό τον τρόπο, πρόσθεσε, δημιουργείται μια υπηρεσία που να μπορεί αποτελεσματικά – αφού της παραχωρούνται και οι σχετικές εξουσίες – να διερευνήσει αυτά τα ζητήματα κατά τρόπο αντικειμενικό και πλήρη.

Περαιτέρω, ο κ. Υπουργός, υπογράμμισε ότι το νομοσχέδιο για σύσταση της Υπηρεσίας έχει ετοιμαστεί στη βάση στοιχείων που έχουν αντληθεί από αντίστοιχες υπηρεσίες άλλων χωρών. «Έχουμε μελετήσει χώρες, όπου έθεσαν σε λειτουργία αυτού του είδους τις υπηρεσίες από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και σήμερα έχουν ενεργό παρουσία 10-15 ετών με σημαντικά και αρκετά ικανοποιητικά αποτελέσματα», διευκρίνισε, επισημαίνοντας ότι μελετώντας τις εμπειρίες άλλων χωρών και μετά από ανταλλαγή απόψεων και συζητήσεις με ομολόγους Υπουργούς άλλων χωρών, καταβλήθηκε προσπάθεια να διαμορφωθεί μια υπηρεσία, η οποία να μπορεί να ανταποκριθεί στην απαίτηση για δίωξη της διαφθοράς από τον χώρο της Αστυνομίας. «Πρόκειται για πρόβλημα που αντιμετωπίζουν όλες οι αστυνομίες σε όλο τον κόσμο και δεν είναι κάτι εύκολο που μπορεί να αντιμετωπιστεί σε μηδενικό βαθμό. Σημασία έχει να επιδεικνύεται μηδενική ανοχή και να είσαι έτοιμος, μέσα από το νομικό οπλοστάσιο, να μπορείς να διερευνήσεις κατά τρόπο αποτελεσματικό αυτές τις περιπτώσεις, στέλνοντας την ίδια ώρα το μήνυμα σε όλους ότι υπάρχει η πιθανότητα να αποκαλυφθούν οι ενέργειες που σκοπεύει κάποιος να κάνει και να τιμωρηθεί ο υπεύθυνος», συμπλήρωσε. Μέσα από αυτό το μήνυμα, όλα μπορούν να λειτουργήσουν κατά τρόπο αποτρεπτικό», είπε.

Ο κ. Νικολάου τόνισε ότι εάν η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου δεν λειτουργήσει με σημαντικές εξουσίες, είναι βέβαιο ότι κάποιοι θα συνεχίσουν να επιδεικνύουν την ίδια ακριβώς συμπεριφορά, αφού θα γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει ούτε η εξουσία, ούτε το νομοθετικό πλαίσιο, ούτε η υπηρεσία που θα επιτρέπει τη δυνατότητα αποτελεσματικής διερεύνησης.

Κληθείς να σχολιάσει την αναφορά Βουλευτή ότι από τα πρώτα άρθρα ηγέρθηκε ένα θέμα αντισυνταγματικότητα κάποιων προνοιών οι οποίες θα πρέπει να εξεταστούν, ο κ. Υπουργός ανέφερε: «Το νομοσχέδιο έχει περάσει από νομοτεχνικό έλεγχο, από τη Νομική Υπηρεσία. Στη συζήτηση ηγέρθηκε κάποιο ζήτημα που αφορά θέμα συνταγματικότητας, το οποίο, πέρα από αυτή τη ρύθμιση, θα πρέπει να εγερθεί και για αντίστοιχη ρύθμιση στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, που εφαρμόζεται για χρόνια και ρυθμίζει αντίστοιχα θέματα. Συνεπώς, εάν ισχύει το συνταγματικό ζήτημα που έχουν εγείρει το ίδιο θα πρέπει να εγερθεί και στην άλλη νομοθεσία.

Επιπρόσθετα, αν εγείρεται θέμα αντισυνταγματικότητας είμαστε πρόθυμοι να το συζητήσουμε. Εκείνο όμως που διαπιστώνω είναι ότι υπάρχουν ζητήματα που προκύπτουν από διαφορετικές φιλοσοφίες. Εάν θέλουμε πράγματι να γίνουμε αποτελεσματικοί στην αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων, πρέπει να δώσουμε αποτελεσματικές εξουσίες, πάντοτε βέβαια στα πλαίσια του συντάγματος, αλλά και μακριά από τις οποιεσδήποτε φοβίες. Το αναφέρω γιατί ηγέρθηκε ζήτημα κατά πόσο θα έπρεπε να επιτρέψουμε την υποβολή ανώνυμων καταγγελιών, ως να μην υπάρχουν σήμερα και ή να μη γίνονται ανώνυμες καταγγελίες, όπου υπάρχει υποχρέωση διερεύνησής τους. Η φοβία που υπάρχει για τις ανώνυμες καταγγελίες παραμένει και σήμερα να είναι η ίδια αφού δεν υπάρχει καμία ρύθμιση. Γι αυτό θεωρούμε ότι είναι προτιμότερο να ρυθμιστεί η δυνατότητα υποβολής μιας τέτοιας καταγγελίας, καθώς και η δυνατότητα διερεύνησης και δίωξης του προσώπου που την υπέβαλε, στην περίπτωση που αποκαλυφθεί το πρόσωπο που την υπέβαλε και ότι η καταγγελία ήταν κακόπιστη, ψευδής ή παραπλανητική. Σήμερα δεν υπάρχει τέτοια ρύθμιση και εάν υπάρχει δυνατότητα δίωξης για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα, η ποινή που προβλέπεται είναι ελάχιστη σε σχέση με αυτή που έχουμε προβλέψει στη σχετική νομοθεσία, η οποία καθιστά την ψευδή, κακόπιστη ανώνυμη καταγγελία ως κακούργημα που τιμωρείται με ποινή μέχρι πέντε χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο μέχρι 100,000 ευρώ. Έτσι θα μπορέσουμε να προστατεύσουμε τους αστυνομικούς από εκείνους οι οποίοι επιχειρούν με ψευδείς, παραπλανητικές ή κακόπιστες καταγγελίες να πλήξουν τον οποιονδήποτε στο πλαίσιο των καταγγελιών για διαφθορά εναντίον των μελών της Αστυνομίας».

Τέλος, κληθείς να αναφέρει κατά πόσον γίνεται αναφορά στο νομοσχέδιο για καταγγελίες και αναφορές ακόμη και για τον Αρχηγό Αστυνομίας, ο κ. Νικολάου επεξήγησε ότι υπάρχει ειδική πρόνοια αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται διερεύνηση καταγγελίας που στρέφεται εναντίον του Αρχηγού ή του Υπαρχηγού Αστυνομίας. «Η πληροφορία υποβάλλεται αμέσως στον Γενικό Εισαγγελέα και εκείνος στα πλαίσια της αρμοδιότητας του ενεργεί ορίζοντας ανεξάρτητο ποινικό ανακριτή για διερεύνηση της καταγγελίας και με βάση τα αποτελέσματα της διερεύνησης θα ενημερωθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ώστε να λάβει τις δικές του αποφάσεις, εφόσον είναι εκ του συντάγματος το πρόσωπο που διορίζει τον αρχηγό και τον υπαρχηγό», κατέληξε, επισημαίνοντας ότι για τα αποτελέσματα της έρευνας ενημερώνεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ανεξάρτητα αν θα ασκηθεί ή όχι ποινική δίωξη, η οποία αποφασίζεται από το Γενικό Εισαγγελέα.







Τελευταία Ενημέρωση στις: 21/04/2020 11:43:06 AM

Πίσω στην προηγούμενη σελίδα