Ως εξαιρετικής σημασίας αντιμετωπίζεται από τους Υπουργούς της ΕΕ το θέμα της διατήρησης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, με τις τελευταίες εξελίξεις σχετικά με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θέτουν σε κίνδυνο τη δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος.

Κυρίαρχο θέμα των συζητήσεων στο Συμβούλιο των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων αποτέλεσαν οι επιπτώσεις της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με τη νομιμότητα της Οδηγίας 2002/58 για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η εν λόγω απόφαση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς αφορά τη συμβατότητα των εθνικών κανόνων που διέπουν τη διατήρηση, την πρόσβαση, την ασφάλεια και την προστασία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των πολιτών που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη, εντοπισμό και δίωξη αξιόποινων πράξεων, με το ενωσιακό δίκαιο. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση όλων των δεδομένων κίνησης και θέσης όλων των πολιτών, πλήττει την αρχή της αναλογικότητας και δεν δικαιολογείται ως αναγκαία για σκοπούς καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος.

Η Προεδρία πραγματοποίησε τρεις διαφορετικές συναντήσεις κατόπιν αιτήματος τόσο των δύο Επιτρόπων, όσο και των κρατών μελών, για συζήτηση του θέματος. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων, οι Υπουργοί των 28 κρατών μελών συζήτησαν εκτενώς τις νομοθετικές και επιχειρησιακές επιπτώσεις που θα έχει η εν λόγω απόφαση κατά τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων διαδικτυακής φύσης, όπως για παράδειγμα η παιδική πορνογραφία, για τα οποία τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα αποτελούσαν μέχρι σήμερα τον κύριο όγκο του αποδεικτικού υλικού. Ειδικότερα, οι Υπουργοί εξέφρασαν τον έντονο προβληματισμό τους για την αδυναμία του συστήματος, ως αποτέλεσμα της εν λόγω απόφασης, και τους κινδύνους που δημιουργούνται σε σχέση με τα θέματα ασφάλειας και δίωξης του σοβαρού εγκλήματος. Επιπρόσθετα, εξετάστηκαν οι βασικές παράμετροι της διατήρησης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων με έμφαση στο θέμα της πρόσβασης στα δεδομένα αυτά, τη διασύνδεση του σκοπού της πρόσβασης με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά τη διατήρηση των δεδομένων, καθώς επίσης και τις ασφαλιστικές ρήτρες κατά την πρόσβαση των αρχών επιβολής του Νόμου σε αυτά.

Για το ίδιο θέμα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κ. Ιωνάς Νικολάου είχε επίσης κατ’ ιδίαν συναντήσεις και διαβουλεύσεις με άλλους Υπουργούς, κατά τις οποίες ανταλλάγηκαν απόψεις αναφορικά με τα συστήματα και τις διατάξεις που εφαρμόζει η κάθε χώρα σε εθνικό επίπεδο, καθώς και τα επόμενα μέτρα που προτίθενται να εφαρμόσουν για αντιμετώπιση των προβλημάτων που επισύρονται συνεπεία της απόφασης. Όπως διεφάνηκε από τις επαφές, η κυπριακή νομοθεσία προβλέπει το μικρότερο χρονικό διάστημα διατήρησης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων από το χρόνο που εφαρμόζεται στα πλείστα κράτη μέλη της Ευρώπης, ενώ διαλαμβάνει σημαντικές ασφαλιστικές δικλείδες τόσο για την πρόσβαση όσο και για τη χρήση των δεδομένων αυτών ενώπιον Δικαστηρίου, καλύπτοντας αντίστοιχες πτυχές της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω και ειδικότερα την απαίτηση να ληφθούν προσωρινά μέτρα μέχρι την τελική ρύθμιση του θέματος, η χθεσινή απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα για απόσυρση της ποινικής υπόθεσης κρίνεται ορθή, καθότι ενδεχόμενη συνέχιση της δίωξης και εκδίκαση της υπό αναφορά έφεσης, εγκυμονούσε το κίνδυνο ακύρωσης της σχετικής νομοθεσίας, κάτι που θα αφαιρούσε από την πολιτεία τη δυνατότητα εισαγωγής μεταβατικών ρυθμίσεων.

Οι Υπουργοί και των 28 κρατών μελών, τόνισαν ότι το θέμα είναι εξαιρετικής σημασίας και σημειώθηκε η ανάγκη για άμεση ρύθμιση του σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να καλυφθεί το κενό που δημιουργείται. Μέσα από τις διάφορες συναντήσεις και τις σχετικές επαφές, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται μια μεταβατική περίοδος μέχρι την υιοθέτηση νέων μέτρων. Σε αυτό το πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και ειδικότερα οι αρμόδιοι Επίτροποι, ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους για ανάληψη πρωτοβουλίας επίλυσης του προβλήματος περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της υποβολής συγκεκριμένων εισηγήσεων, που θα οδηγήσουν στην ετοιμασία ενός νέου νομικού εργαλείου, εντός του Φεβρουαρίου.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης ημέρας των εργασιών του Συμβουλίου, οι Υπουργοί αντάλλαξαν, επίσης, απόψεις σε θέματα ασύλου και μετανάστευσης, με έμφαση στην πρακτική εφαρμογή μέτρων αλληλεγγύης, σε περιπτώσεις υπέρμετρων μεταναστευτικών πιέσεων. Οι Υπουργοί συζήτησαν το ενδεχόμενο καθορισμού αριθμητικών κριτηρίων, σύμφωνα με τα οποία θα γίνεται η αξιολόγηση της σοβαρότητας του προβλήματος και η ενεργοποίηση του μηχανσιμού ανακατανομής. Επιπρόσθετα, αντάλλαξαν απόψεις αναφορικά με τρόπους έμπρακτης στήριξης των κρατών μελών της πρώτης γραμμής, και ενδεχόμενα μέτρα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στον περιορισμό του φαινομένου των δευτερογενών μετακινήσεων εντός της ΕΕ.

Κατά την παρέμβασή του, ο κ. Υπουργός τόνισε τον ιδιαίτερο ρόλο των κρατών μελών πρώτης γραμμής, στη φύλαξη των συνόρων της ΕΕ και την αντιμετώπιση μαζικών αφίξεων μεταναστών. Ταυτόχονα, υποστήριξε την ανάγκη για ενεργοποίηση του μηχανισμού ανακατανομής όσο το δυνατό γρηγορότερα από τη στιγμή που καταγράφονται υπέρμετρες πιέσεις, με στόχο την αποτελεσματική στήριξη των κρατών αυτών. Αναφερόμενος στο θέμα του καθορισμού αριθμητικών κριτηρίων, εξέφρασε τη διαχρονική στήριξη της Κύπρου στη θέσπιση σαφών και ξεκάθαρων αριθμητικών κριτηρίων για ενεργοποίηση του μηχανισμού επανακατανομής. Όπως εξήγησε, τα αριθμητικά κριτήρια αποτελούν την πιο αποτελεσματική επιλογή, καθώς παρέχουν το πλεονέκτημα άμεσης αντίδρασης σε περιπτώσεις κρίσεως. Όσον αφορά την αντιμετώπιση των δευτερογενών μετακινήσεων, σημείωσε ότι είναι προφανές ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών επιθυμούν τη μετάβασή τους σε συγκεκριμένα κράτη μέλη, λόγω των προνομίων που απολαμβάνουν. Συνεπώς, όπως ανέφερε, η απάλειψη του κινήτρου αυτού σε συνδυασμό με την αύξηση της πιθανότητας εντοπισμού και αποτελεσματικής επιστροφής των ατόμων στο κράτος εισόδου, θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης ημέρας της Συνόδου, ενώπιον των Υπουργών τέθηκε η νέα Πρόταση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αφερεγγυότητα των επιχειρήσεων, η οποία προβλέπει την εφαρμογή μέτρων που θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να προβαίνουν έγκαιρα σε αναδιάρθρωση, ώστε να συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους διατηρώντας, έτσι, τις θέσεις εργασίας. Οι Υπουργοί αντάλλαξαν απόψεις αναφορικά με τους κανόνες που εισάγονται και επιτρέπουν στους επιχειρηματίες να επωφεληθούν από μια δεύτερη ευκαιρία, μέσω πλήρους απαλλαγής από τα χρέη τους, μετά από μια περίοδο τριών ετών.

Ο κ. Νικολάου, κατά την παρέμβασή του εξέφρασε τη στήριξη της Κύπρου στο νέο νομικό εργαλείο, τονίζοντας ότι αυτό θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να προβαίνουν εγκαίρως σε αναδιάρθρωση, θα οδηγήσει σε μείωση των εκκαθαρίσεων και θα συμβάλει στη διάσωση των θέσεων εργασίας και τη μείωση του υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων. Όπως εξήγησε, οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται προς αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, θα οδηγήσουν σε ενθάρρυνση των επενδύσεων και κατ’ επέκταση σε βιώσιμη ανάπτυξη, μειώνοντας τις χρονοβόρες και δαπανηρές διαδικασίες που οδηγούν σε νομική αβεβαιότητα τους πιστωτές και τους επενδυτές. Την ίδια στιγμή, τόνισε, ότι τέτοιου είδους προληπτικά μέτρα και κανόνες που θα επιτρέπουν στους επιχειρηματίες να επωφεληθούν από μια δεύτερη ευκαιρία, θα πρέπει να διασφαλίζουν την ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των οφειλετών και των πιστωτών. Κλείνοντας την παρέμβασή του, ευχαρίστησε την ιρλανδική πλευρά για την ευκαιρία που έδωσε σε εμπειρογνώμονες της Κύπρου να μελετήσουν τις καλές πρακτικές που εφαρμόζουν για το θέμα, και τις οποίες η Κύπρος προτίθεται να υιοθετήσει στο πλαίσιο της εν εξελίξει μεταρρύθμισης του συστήματος και των δικαστικών διαδικασιών.







Τελευταία Ενημέρωση στις: 21/04/2020 11:43:06 AM

Πίσω στην προηγούμενη σελίδα